Την Τετάρτη, 20/12/23, διοργανώθηκε με επιτυχία η ψηφιακή διάσκεψη του Συλλόγου Εκτάκτων Αρχαιολόγων (Σ.ΕΚ.Α.) με κεντρικό θέμα τις εξαγγελίες της υπουργού για οβιδιακές αλλαγές στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Στην τηλεδιάσκεψη συμμετείχαν δεκάδες μέλη του ΣΕΚΑ, και πραγματοποιήθηκαν πολλές χρήσιμες τοποθετήσεις στον διάλογο που αναπτύχθηκε. Δημοσιεύουμε το κείμενο της εισήγησης που παρουσιάστηκε εκ μέρους της πλειοψηφίας του ΔΣ του Συλλόγου στην τηλεδιάσκεψη.

 

«Δομική διάλυση της αρχαιολογικής υπηρεσίας με νόμο»

Η αλλαγή της «δύσκαμπτης» αρχαιολογικής νομοθεσίας που αποτελεί «εμπόδιο για την ανάπτυξη και τις επενδύσεις» καθώς και η χειραγώγηση, ο έλεγχος και ο περιορισμός των εξουσιών της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας αποτέλεσαν διαρκείς στόχους των περισσότερων κυβερνήσεων από το 1990 μέχρι σήμερα. Αυτές τις τρεις δεκαετίες πραγματοποιήθηκαν αλλαγές προς αυτή την κατεύθυνση αλλά πολλές προσπάθειες των εκάστοτε κυβερνήσεων ναυάγησαν λόγω των αντιδράσεων και του ισχυρού συμβολικού κεφαλαίου που διατηρούσε η Αρχαιολογική Υπηρεσία από την ίδρυσή της λίγο μετά την σύσταση του ελληνικού κράτους. Τώρα όμως φαίνεται ότι οι συνθήκες ωρίμασαν και η πιο ακραία νεοφιλελεύθερη, κυβέρνηση μετά την Μεταπολίτευση, με δούρειο ίππο μια «αρχαιολόγο», την Υπουργό Πολιτισμού Λίνα Μενδώνη ξεκίνησε μια οργανωμένη προσπάθεια για τη διάλυση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και την ιδιωτικοποίηση τομέων αρμοδιότητάς της.

Αρχικά, τον Σεπτέμβρη, σε συνάντηση που είχε η υπουργός με προϊσταμένους των Εφορειών Αρχαιοτήτων και αργότερα, τον Νοέμβρη, σε συνάντηση με τον Σύλλογο Ελλήνων Αρχαιολόγων παρουσίασε τις προθέσεις της για ριζικές αλλαγές στην Αρχαιολογική Υπηρεσία τις οποίες βάφτισε «Δομική ανασύνθεση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας με νόμο». Στις συναντήσεις αυτές η υπουργός παρουσίασε ορισμένες αλλαγές ήδη αποφασισμένες και δρομολογημένες ενώ άφησε άλλες να αιωρούνται ενδεχομένως για να αλιεύσει αντιδράσεις. Όλες οι αλλαγές που αναμένονται στο πρώτο εξάμηνο του 2024 κινούνται στο πλαίσιο της ακραία νεοφιλελεύθερης ιδεοληψίας της κυβέρνησης για λιγότερο κράτος, ιδιωτικοποίηση του δημοσίου και πλήρη ασυδοσία του κεφαλαίου και των επενδυτών.

Αυτά που ανακοίνωσε ως δεδομένα είναι η μείωση των έργων αυτεπιστασίας γιατί κοστίζουν και επιβαρύνουν τα δημόσια ταμεία και η μετακύλιση της ευθύνης των ανασκαφών σε εργολάβους. Να τονίσουμε ότι τα έργα αυτεπιστασίας ήταν τα μόνα αρχαιολογικά έργα στα οποία οι προσλήψεις γίνονταν με ένα minimum αξιοκρατίας μέσω ΑΣΕΠ -αν και με προσόντα δυσανάλογα απαιτητικά και όχι άμεσα σχετιζόμενα ως προς τις προκηρυσσόμενες θέσεις. Αν τα έργα περάσουν αποκλειστικά στους ιδιώτες τότε όλες οι προσλήψεις θα γίνονται με βασικό κριτήριο τις προσωπικές γνωριμίες.

Επίσης ανακοίνωσε τους σχεδιασμούς της για αλλαγή του οργανισμού του ΥΠΠΟ με στόχο την κατάργηση/συγχώνευση της Γενικής Διεύθυνσης Αρχαιοτήτων και Πολιτιστικής Κληρονομιάς με τη Γενική Διεύθυνση Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων, την κατάργηση των Τοπικών Συμβουλίων Μνημείων, με την ταυτόχρονη δημιουργία 9 Περιφερειακών Γενικών Διευθυντών (και ισάριθμων περιφερειακών συμβουλίων μνημείων) που θα προΐστανται σε «ενιαίες υπηρεσίες» προστασίας και το πιθανότερο θα διοριστούν και θα αναφέρονται απευθείας στην Υπουργό. Είναι ξεκάθαρο ότι στόχος είναι η συνολική αποδόμηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας και η μετατροπή της σε έναν οργανισμό απόλυτα ελεγχόμενο από τον/την εκάστοτε Υπουργό/δικτάτορα όπου δεν θα υπάρχει κανένα περιθώριο για διαφωνία και αντίλογο.

Επιπλέον, η συγχώνευση της ΓΔΑΠΚ, δηλαδή της ραχοκοκαλιάς του ΥΠΠΟ για την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς, με τη Γενική Διεύθυνση Αναστήλωσης, Μουσείων και Τεχνικών Έργων αποτελεί υποβάθμιση του αρχαιολογικού έργου και της αποστολής του ΥΠΠΟ. Ουσιαστικά ενοποιείται μια Διεύθυνση που απαρτίζεται από αρχαιολόγους με μια Διεύθυνση που απαρτίζεται σε σημαντικό βαθμό από μηχανικούς. Αυτό δε συνδέεται με το σοβαρό ενδεχόμενο αντίστοιχης αλλαγής και της σύστασης των Τοπικών Συμβουλίων, των οργάνων δηλαδή που σε τοπικό επίπεδο μπορούν να αποτρέψουν ή να επιτρέψουν μια επένδυση που θα θίξει αρχαιότητες με την τοποθέτηση σε αυτά περισσότερων μηχανικών παρά αρχαιολόγων. Πρόκειται, δηλαδή, για αλλαγές που εναρμονίζονται με τον «αναπτυξιακό» προσανατολισμό στη λειτουργία του ΥΠΠΟ. Το ΥΠΠΟ θα αρχίσει να είναι λιγότερο «αρχαιολογικό» και περισσότερο αναπτυξιακό, ακριβώς γιατί σε θέσεις κλειδιά ή σε όργανα θα τοποθετηθούν μηχανικοί, που έχουν διαφορετική ματιά σε σχέση με την προστασία των αρχαιοτήτων, ιδίως όταν αυτοί είναι μετακλητοί ή τοποθετημένοι από την πολιτική ηγεσία.

Μετά από ερώτηση που της τέθηκε η Υπουργός αναφέρθηκε και στο θέμα των προσλήψεων. Παρά τις σοβαρές ανάγκες της υπηρεσίας λόγω  υποστελέχωσης σχεδόν απέκλεισε το ενδεχόμενο για προσλήψεις, προφασιζόμενη είτε ότι αυτό είναι θέμα του ΑΣΕΠ είτε ότι αυτό που χρειάζεται η υπηρεσία περισσότερο είναι μηχανικούς είτε τέλος ότι οι όποιες ανάγκες θα καλυφθούν με εσωτερικές μετακινήσεις. Και σε αυτή την περίπτωση είναι προφανές ότι ο στόχος της κυβέρνησης είναι η περαιτέρω συρρίκνωση και η μετατροπή της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας σε έναν γραφειοκρατικό φορέα διεκπεραίωσης εγγράφων παρά σε έναν φορέα διαχείρισης και προστασίας των υλικών και άυλων καταλοίπων του παρελθόντος καθώς και προαγωγής και παραγωγής επιστημονικού έργου.

Κλείνοντας με τα σχέδια που ήδη δρομολογούνται, δεσμεύτηκε ότι θα συνεχιστεί η μετατροπή και άλλων αρχαιολογικών μουσείων σε ΝΠΔΔ ενώ επιφυλάχθηκε για το σχέδιο να περάσει η φύλαξη αρχαιολογικών χώρων και μουσείων σε ιδιωτικές εταιρίες. Αυτή ήταν μια μάλλον αναμενόμενη εξέλιξη. Το πιθανότερο είναι ότι στις προθέσεις της κυβέρνησης είναι να μετατρέψει όλα τα κερδοφόρα μουσεία της χώρας σε ΝΠΔΔ με όλες τις υπηρεσίες τους φύλαξη, καφέ, πωλητήρια, εκπαιδευτικά στα χέρια εργολάβων και ιδιωτών. Μόλις προχθές ανακοινώθηκε η απόφαση για παραχώρηση των ταμείων της Ακρόπολης σε ιδιωτική εταιρία. Η κυβέρνηση προσφέρει τα πιο κερδοφόρα ταμεία του Υπουργείου Πολιτισμού σε ιδιώτες. Πέρα όμως από οικονομική είναι μια επιλογή με μεγάλο συμβολισμό από την στιγμή που πρόκειται για το μνημείο-σύμβολο της χώρας. Η επιλογή αυτή δείχνει ξεκάθαρα και τις προθέσεις της για τα υπόλοιπα μουσεία και αρχαιολογικούς χώρους. Όσον αφορά τα μη κερδοφόρα το πιθανότερο είναι να αφεθούν στην τύχη τους με σοβάδες να πέφτουν στα κεφάλια των επισκεπτών και τελικά να κλείσουν ως ζημιογόνα για το δημόσιο ταμείο.

Πέρα όμως από αυτά που δήλωσε με βεβαιότητα ότι πρόκειται να εφαρμοστούν υπάρχουν και αυτά που υπαινίχθηκε ή άφησε να αιωρούνται. Δυστυχώς αυτά ίσως επιφυλάσσουν και τους μεγαλύτερους κινδύνους για την αρχαιολογία.

 

«Γιατί όχι ανασκαφές σε εργολάβους;»

Ελεύθεροι επαγγελματίες σε ελεύθερη πτώση

Οι δηλώσεις της υπουργού ότι η «αυτεπιστασία ξεχείλωσε», θεωρώντας ότι η Αρχαιολογική Υπηρεσία «πυροβόλησε τα πόδια της» και ότι «αποδεικνύεται με αριθμούς ότι η αυτεπιστασία κοστίζει πολύ περισσότερο» (αριθμοί που μάλλον ποτέ δεν θα δουν το φως της δημοσιότητας…), αποτελούν τον συνειδητά δυσφημιστικό προάγγελο αλλαγής ενός συστήματος που επέτρεπε στις Εφορείες να υλοποιούν έργα, διατηρώντας κάποιο είδος αυτονομίας, αν και τα κονδύλια και η διαχείρισή τους γινόταν πάντοτε υπό την εποπτεία και την επιτήρηση των Περιφερειών. Οι δηλώσεις αυτές στην ουσία ανοίγουν την πόρτα στην εργολαβοποίηση των αρχαιολογικών ανασκαφών. Εύλογα τίθεται το ερώτημα, καθώς ιδιώτες και ιδιωτικές εταιρείες θα μπορούν να κάνουν ανασκαφές, αν τούτο σημαίνει ότι η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας θα επεκταθεί και κατά πόσο θα είμαστε κερδισμένοι από αυτό το «άνοιγμα» των ανασκαφικών έργων. Θα είναι άραγε καλύτερες οι εργασιακές μας συνθήκες και απολαβές; Ποιος θα είναι ο ρόλος μας σε σχέση με τις ιδιωτικές εταιρείες που θα συμμετέχουν σε διαγωνισμούς -αν όντως διεξάγονται- και θα «κτυπάνε» τα έργα;

Η αγάπη της παρούσας κυβέρνησης για την ιδιωτική πρωτοβουλία, που στην ουσία αποτελεί κρατική στήριξη των συμφερόντων των ολιγοπωλιακών κεφαλαίων με τα οποία διαπλέκεται, καθώς και ο εσπευσμένος και πρόχειρος τρόπος, με τον οποίο τα πέντε μεγάλα κρατικά μουσεία της χώρας μετατράπηκαν σε νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου, παρέχοντας εκδουλεύσεις «στα δικά μας παιδιά», δεν προμηνύουν τίποτα καλό ούτε για τον νέο οργανισμό του Υπουργείου Πολιτισμού ούτε για τη θέση των έκτακτων αρχαιολόγων μέσα σε αυτόν. Γνωρίζοντας μάλιστα τις εργασιακές συνθήκες των αρχαιολόγων σε άλλες χώρες και λαμβάνοντας υπόψη προς ποια κατεύθυνση θα στραφούν οι αλλαγές, έστω και σε πρώτο στάδιο, κατανοούμε ως σωματείο τις καταστροφικές συνέπειες των εξαγγελιών για το ΥΠΠΟ και για τα δικαιώματά μας.

Αποκαλυπτική είναι η περίπτωση της Ιταλίας. Οι μόνοι μισθωτοί αρχαιολόγοι είναι οι μόνιμοι ή οι αορίστου χρόνου υπάλληλοι του υπουργείου πολιτισμού. Οι έκτακτοι αρχαιολόγοι έχουν διαχωριστεί ιεραρχικά με βάση τα προσόντα τους, που προκύπτουν κυρίως μέσα από την εκπαιδευτική διαδικασία, σε τρεις κατηγορίες. Σε κάθε μία από αυτές απαιτείται και ένας χρόνος εργασιακής εμπειρίας. Οι ανασκαφές στη γείτονα διεξάγονται κυρίως από ιδιωτικές εταιρείες και ορισμένες από τα πανεπιστήμια. Οι Εφορείες καθορίζουν την κατηγορία που απαιτείται σε κάθε έργο. Οι Εφορείες είτε κάνουν απευθείας αναθέσεις μέχρι ένα συγκεκριμένο ποσό, είτε κάνουν διαγωνισμούς. Ωστόσο τις ανασκαφές τις πληρώνουν κυρίως οι κατασκευαστικές εταιρείες που είναι υπεύθυνες για την υλοποίηση του έργου που έχουν αναλάβει και οι οποίες κάνουν διαγωνισμούς, ζητώντας την πιο συμφέρουσα προσφορά για τη διεξαγωγή των ανασκαφών. Μονάχα μεγάλες και πιστοποιημένες εταιρείες, οι οποίες απασχολούν διάφορες σχετικές ειδικότητες (αρχιτέκτονες, τοπογράφους, κλπ.), μπορούν να αναλάβουν ανασκαφικά έργα μεγάλης κλίμακας. Υπάρχουν ωστόσο και μικρές -ολιγομελείς- εταιρείες. Οι αρχαιολόγοι εργάζονται στις εταιρείες κυρίως ως εξωτερικοί συνεργάτες. Γενικότερα οι αρχαιολόγοι της Ιταλίας είναι ελεύθεροι επαγγελματίες, πληρώνοντας οι ίδιοι στο κράτος τον ΦΠΑ και την ασφάλισή τους.

Ο τομέας των σωστικών ανασκαφών είναι αυτός που υποφέρει περισσότερο. Υπό τη σκιά της μέγιστης έκπτωσης, αυτοί στους οποίους κατοχυρώνονται προτείνουν προσφορές σχεδόν εκτός αγοράς, υποσκάπτοντας τον ίδιο των ανταγωνισμό, χωρίς να παρέχουν εγγυήσεις επιβίωσης για τους εργαζόμενους, που αναγκάζονται να απασχοληθούν και αλλού. Το σύστημα δεν λειτουργεί πάντοτε αξιοκρατικά. Πολλά έργα κατοχυρώνονται μέσα από δίκτυα γνωριμιών, ενώ ένα μεγάλο πρόβλημα αποτελεί η είσοδος νέων αρχαιολόγων στον χώρο, καθώς οι εταιρείες δουλεύουν με συγκεκριμένα άτομα. Σημειώνονται επίσης σημαντικές καθυστερήσεις στις πληρωμές των έργων. Παρά τους αγώνες της Ιταλικής Συνομοσπονδίας των Αρχαιολόγων (CIA) να υπάρχει ένα ελάχιστο κατοχυρωμένο ημερομίσθιο, οι αμοιβές των αρχαιολόγων παρουσιάζουν μεγάλη ποικιλία και μάλιστα προς τα κάτω, καθώς αυτές καθορίζονται σε σχέση με την προσφορά που έχει υποβληθεί από την εταιρεία. Στην ουσία, το ποσοστό της έκπτωσης που έχει γίνει στον διαγωνισμό καθορίζει και την αμοιβή των αρχαιολόγων.

Αυτό το διάστημα, στην Ιταλία, λόγω των κονδυλίων που έχουν δοθεί από την ευρωπαϊκή ένωση, έχει δημιουργηθεί μία ειδική εφορεία και υπάρχουν πολλά αρχαιολογικά μέτωπα ανοιχτά. Ωστόσο οι αρχαιολόγοι εργάζονται σε συνθήκες αστάθειας, επισφάλειας και οικονομικής ανεπάρκειας, γεγονός που τους αναγκάζει είτε να ακολουθήσουν άλλον επαγγελματικό προσανατολισμό και κάποιους λίγους να στραφούν σε άλλους τομείς της πολιτιστικής κληρονομιάς, προσφέροντας κυρίως ξεναγήσεις.

Μέσα σε ένα ανθρωποφαγικό εργασιακό περιβάλλον που πάει να δημιουργηθεί, με την περαιτέρω αποδυνάμωση της αρχαιολογικής υπηρεσίας, που στην ουσία από-αρχαιολογικοποιείται, η φωνή των έκτακτων αρχαιολόγων πρέπει να ακουστεί δυνατά.

Το ΔΣ του Συλλόγου των Εκτάκτων Αρχαιολόγων θεωρεί ότι οι εξαγγελίες της υπουργού οδηγούν στη διάλυση και στην ιδιωτικοποίηση της Αρχαιολογικής Υπηρεσίας, ενώ είναι καταστροφικές για τον κλάδο των έκτακτων αρχαιολόγων

Το να καλέσουμε τα μέλη μας σε εγρήγορση και συσπείρωση γύρω από τον Σύλλογο, είναι το αυτονόητο, αν και θα πρέπει να συγκεκριμενοποιήσουμε τις δράσεις μας. Σε συμπόρευση με άλλα σωματεία και εργαζόμενους, μόνιμους και έκτακτους, θα εμποδίσουμε τη μετατροπή της αρχαιολογίας σε εμπόρευμα και ένα ακόμη πεδίο για επενδύσεις.

Παλεύουμε για μία δημόσια Αρχαιολογική Υπηρεσία, που θα είναι στελεχωμένη με επαρκές προσωπικό όλων των ειδικοτήτων, που θα έχει αυτόνομα και επαρκή κονδύλια για να εκτελεί το αρχαιολογικό, το γραφειοκρατικό αλλά και επιστημονικό της έργο, προστατεύοντας και αναδεικνύοντας τα μνημεία που βρίσκονται στην ευθύνη της.

Κατηγορίες: Ανακοινώσεις

Βρήκατε ενδιαφέρον το άρθρο; Διαδώστε το

Περισσότερα άρθρα στην κατηγορία: Ανακοινώσεις